- νιτρίας
- νιτρίᾱς , νιτρίαsoda-pitfem acc plνιτρίᾱς , νιτρίαsoda-pitfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμμούν — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος. Γνωστός και σύγχρονος του Μέγα Αντωνίου. Σε ηλικία 22 ετών παντρεύτηκε και αγωνίστηκε με τη γυναίκα του για την περίθαλψη των οικογενειών, των οποίων οι προστάτες θανατώνονταν ή… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… … Dictionary of Greek
Βενιαμίν — I Βιβλικό πρόσωπο. Δωδέκατος και τελευταίος γιος του πατριάρχη των Εβραίων Ιακώβ. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Ιακώβ, στη διάρκεια του λιμού, έστειλε τους γιους του να αγοράσουν σιτάρι στην Αίγυπτο, θέλησε να κρατήσει κοντά του τον B., γιο των … Dictionary of Greek
Ευάγριος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στη φωτιά μαζί με τον Μακάριο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. II (4ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (370). Μετά τον θάνατο του Αρειανού πατριάρχη Ευδοξίου (369) … Dictionary of Greek
Παμβώ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ασκητής της Νιτρίας στα χρόνια του Ονώριου. Το 373 εκτοπίστηκε από τον αρειανό επίσκοπο Αλεξανδρείας. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Ιουλίου … Dictionary of Greek
Σεννούφιος — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναφέρεται και ως Σημειοφόρος. Εξαιτίας της προσωνυμίας του αυτής θεωρείται ο ασκητής της Νιτρίας τον οποίο αναφέρει στη διήγησή του ο ηγούμενος της Μονής του Ακαπνίου Ιγνάτιος Περί της θεανδρικής εικόνος του… … Dictionary of Greek